- μεσόνεφρος
- ο1. ανατ. το δεύτερο ουροποιητικό σύστημα τού εμβρύου, το οποίο σχηματίζεται πίσω από τον πρόνεφρο, καταλαμβάνει μεγάλη έκταση τής ραχιαίας μοίρας του και φθάνει σε πλήρη ανάπτυξη στα μέσα τού δεύτερου μήνα ζωής τού εμβρύου2. βιολ. τελικός νεφρός τών αμφιβίων και τών περισσότερων ψαριών, ο οποίος αναπτύσσεται από τον πρόνεφρο τών εμβρυϊκών και προνυμφικών σταδίων και τόν αντικαθιστά.
Dictionary of Greek. 2013.