μεσόνεφρος

μεσόνεφρος
ο
1. ανατ. το δεύτερο ουροποιητικό σύστημα τού εμβρύου, το οποίο σχηματίζεται πίσω από τον πρόνεφρο, καταλαμβάνει μεγάλη έκταση τής ραχιαίας μοίρας του και φθάνει σε πλήρη ανάπτυξη στα μέσα τού δεύτερου μήνα ζωής τού εμβρύου
2. βιολ. τελικός νεφρός τών αμφιβίων και τών περισσότερων ψαριών, ο οποίος αναπτύσσεται από τον πρόνεφρο τών εμβρυϊκών και προνυμφικών σταδίων και τόν αντικαθιστά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”